Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2019

Η «βασική σύνταξη» φέρνει ξανά στο προσκήνιο τους εκατομμύρια φτωχούς συνταξιούχους


Το 51% παίρνουν κρατική σύνταξη κάτω από το όριο της φτώχειας...



Συνταξιούχοι απευθύνονται στις «τράπεζες τροφίμων» για να εξασφαλίσουν την τροφή τους
Dagmar Schwelle
Συνταξιούχοι απευθύνονται στις «τράπεζες τροφίμων» για να εξασφαλίσουν την τροφή τους
Την προηγούμενη βδομάδα η γερμανική κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών / Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD) ανακοίνωσε τη θέσπιση της λεγόμενης «βασικής σύνταξης» (Grundrente) από το 2021. Η πραγματική είδηση πίσω από τις εξαγγελίες είναι ότι σήμερα στη Γερμανία εκατομμύρια συνταξιούχοι μετά από 35 και 40 χρόνια ασφαλισμένης εργασίας δεν εξασφαλίζουν ούτε ένα στοιχειώδες βιοτικό επίπεδο, ζουν στην εξαθλίωση ή απειλούνται από τη φτώχεια. Και είναι βέβαιο ότι στο μέλλον ο αριθμός των φτωχών συνταξιούχων θα αυξηθεί.


Η απόφαση για τη «βασική σύνταξη» πάρθηκε υπό την πίεση των ανησυχητικών διαστάσεων που παίρνει η «φτώχεια στα γηρατειά» στην ισχυρή καπιταλιστική χώρα. Σήμερα σχεδόν το 17% των συνταξιούχων στη Γερμανία, δηλαδή περίπου 3,5 εκατ. συνταξιούχοι (με μετριοπαθείς εκτιμήσεις), είναι βυθισμένοι στη φτώχεια ή απειλούνται από αυτήν, και το 2036 το ποσοστό αυτό εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε 21,6% (πάνω από 1 στους 5), χωρίς να συνυπολογίζονται οι χαμηλοσυνταξιούχοι λίγο πάνω από το όριο της φτώχειας.


Η «βασική σύνταξη» είναι ένα συμπληρωματικό επίδομα για πολύ φτωχούς συνταξιούχους που έχουν πληρώσει ασφαλιστικές εισφορές για τουλάχιστον 35 χρόνια, αποκλείοντας μεγάλο αριθμό φτωχών συνταξιούχων. Οι προϋποθέσεις, ο γραφειοκρατικός λαβύρινθος, οι πολλές «κατηγορίες» και «υποκατηγορίες» των δικαιούχων, τα πενιχρά ποσά, δείχνουν ότι το μέτρο δεν πρόκειται να ανακουφίσει ουσιαστικά.

Συμπληρωματική «βασική σύνταξη» θα δικαιούται - σε γενικές γραμμές - όποιος έχει μηνιαίο εισόδημα μικρότερο από 1.250 ευρώ το μήνα (μεικτά) και 1.950 ευρώ για ένα ζευγάρι συνταξιούχων. Το μέγιστο ποσό θα είναι γύρω στα 404 ευρώ το μήνα στα δυτικά κρατίδια και στα 390 ευρώ στα ανατολικά.

Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις 1,2 - 1,5 εκατ. ηλικιωμένοι με πολύ χαμηλές συντάξεις θα επωφεληθούν από αυτό το μέτρο, όπως εκτιμούν δε η CDU/CSU και το SPD το κόστος αναμένεται να αγγίξει το 1,5 δισ. ευρώ και θα καταβληθεί από τον κρατικό προϋπολογισμό. Ας σημειωθεί ότι πριν από λίγες μέρες ανακοινώθηκε πως το πλεόνασμα του γερμανικού προϋπολογισμού για το 2019 θα ξεπεράσει τα 40 δισ. ευρώ...

Το γκρέμισμα της Κοινωνικής Ασφάλισης

Πολύ περισσότερο, το επίδομα της «βασικής σύνταξης» δεν καταπολεμά τα αίτια του φαινομένου των φτωχών συνταξιούχων στη Γερμανία, δηλαδή το σταδιακό γκρέμισμα της δημόσιας υποχρεωτικής Ασφάλισης τις τελευταίες δεκαετίες και την «απελευθέρωση» της αγοράς εργασίας, με στόχο τη δραστική μείωση του μισθολογικού και μη μισθολογικού «κόστους», η οποία μεταξύ άλλων ανέδειξε τη Γερμανία σε «ατμομηχανή της Ευρώπης».

Αυτές οι αντιασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις ξεκίνησαν αμέσως μετά την «επανένωση», δηλαδή την κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής σε όλη τη Γερμανία. Το 1992 - '93 καταργήθηκε από το γερμανικό κράτος «για οικονομικούς λόγους» η λεγόμενη «σύνταξη ανάλογα με το ελάχιστο εισόδημα», ένα αντίστοιχο μέτρο για τους χαμηλοσυνταξιούχους.

Επειτα άρχισαν να ανεβαίνουν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, αρχικά για τις γυναίκες, και εισήχθησαν εξαιρέσεις στην πρόωρη συνταξιοδότηση. Με τη μεταρρύθμιση «Riester» επιβλήθηκε μερική ιδιωτικοποίηση της συνταξιοδότησης, ενώ τα επόμενα χρόνια το γερμανικό ασφαλιστικό σύστημα στηρίχτηκε στους «τρεις πυλώνες» (κρατική σύνταξη - επαγγελματική - ιδιωτική), με τις γερμανικές κυβερνήσεις να «προτρέπουν» τους ασφαλισμένους για ακόμα περισσότερη «ατομική πρόνοια» και «προσωπική ευθύνη». Σήμερα όποιος συνταξιούχος δεν είχε πολύ υψηλό μισθό, ώστε να κάνει ιδιωτική ασφάλιση, ζει στην εξαθλίωση. Αλλωστε οι κάθε είδους ελαστικές εργασιακές σχέσεις και ο διογκωμένος τομέας των χαμηλόμισθων στέρησαν από εκατομμύρια ανθρώπους τη δυνατότητα να αποκτήσουν επαρκώς υψηλά συνταξιοδοτικά δικαιώματα.

Στο μεταξύ, στο όνομα της «βιωσιμότητας» του ασφαλιστικού συστήματος, το επίπεδο της σύνταξης που καταβάλλεται από το κράτος μειώνεται σταδιακά και σήμερα βρίσκεται στο 48% του μέσου εισοδήματος, από 55,1% το 1990. Σύμφωνα με στοιχεία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, πέρυσι το 51% των συνταξιούχων έλαβαν ως κρατική σύνταξη λιγότερα από 900 ευρώ, δηλαδή κάτω από το όριο της φτώχειας.

Παράλληλα, το κατώτατο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης αυξάνεται σταδιακά από το 2012 στα 67 χρόνια, και συζητιέται να πάει στα 70 χρόνια από το 2032.
Σήμερα όσοι συνταξιούχοι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας δικαιούνται προνοιακές παροχές (Grundsicherung), με την προϋπόθεση να μην έχουν κανένα περιουσιακό στοιχείο και να έχουν ξοδέψει όλες τις οικονομίες τους, ενώ οι έλεγχοι των υπηρεσιών είναι εξευτελιστικοί. Γι' αυτό πάρα πολλοί παραιτούνται από το «δικαίωμα» αυτό.

Η Κατρίν, η Πέτρα, ο Αντρέας και εκατομμύρια άλλοι...

Τα ενδεικτικά και αντιπροσωπευτικά παραδείγματα που παραθέτει το SPD (έχει το υπουργείο Εργασίας) αποδεικνύουν πως οι ωφελούμενοι συνταξιούχοι θα συνεχίσουν να ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, που σήμερα ορίζεται στα 980 ευρώ, με βάση και το κόστος ζωής.

«Η Κατρίν είναι πολιτικός μηχανικός από τη Λειψία (σ.σ. Ανατολική Γερμανία). Μέχρι την επανένωση είχε καλό εισόδημα. Μετά η εταιρεία έκλεισε και η Κατρίν έμεινε άνεργη για αρκετά χρόνια, μέχρι να ξαναβρεί δουλειά σε διαφορετικούς κλάδους, ωστόσο "κάτω" από τα προσόντα της. Σήμερα η σύνταξή της ανέρχεται σε 746 ευρώ (μεικτά). Επειδή, παρά την ανεργία, έχει πάνω από 35 χρόνια ασφαλιστικών εισφορών, η γυναίκα αυτή θα έχει συνολική σύνταξη ύψους 941 ευρώ».

«Ο Αντρέας δούλευε ως ανειδίκευτος εργάτης. Για 20 χρόνια εργάστηκε με πλήρη απασχόληση (38,5 ώρες τη βδομάδα) και για λόγους υγείας εργάστηκε για 15 χρόνια με ημιαπασχόληση (25 ώρες), με αμοιβή στο επίπεδο του κατώτατου μισθού. Σήμερα λαμβάνει σύνταξη ύψους 463 ευρώ (μεικτά) και τη συμπλήρωνε με τις προνοιακές παροχές γήρατος (Grundsicherung). Με τη "βασική σύνταξη" θα παίρνει 868 ευρώ».

«Μια κομμώτρια που έχει εργαστεί για 40 χρόνια με το 40% του μέσου μισθού, αντί για 528 ευρώ θα παίρνει933 ευρώ».

Πώς ζει σήμερα ένας συνταξιούχος στη Γερμανία με 800 ευρώ σύνταξη, το αφηγείται στην εφημερίδα «Die Zeit» η 74χρονη Πέτρα, που δούλεψε επί 30 χρόνια, επομένως δεν δικαιούται «βασική σύνταξη». Η Πέτρα εργάζεται σήμερα στην «Κουζίνα των απόρων» στο Ντίσελντορφ, η οποία προσφέρει ένα ζεστό γεύμα για 50 σεντς. Μόλις όλοι φύγουν, κάθεται και καθαρίζει προκειμένου να πάρει το γεύμα των 50 σεντς δωρεάν...

«Η Πέτρα γεννήθηκε το 1945. Οπως πολλές γυναίκες αυτής της γενιάς, σήμερα ζει βουτηγμένη στη φτώχεια, ένα θέμα ταμπού που προκαλεί μεγάλη ντροπή. Σύμφωνα με τη Γερμανική Ασφάλιση Σύνταξης, οι γυναίκες στη Δυτική Γερμανία λαμβάνουν μέση σύνταξη μόλις 647 ευρώ και οι άνδρες 1.130 ευρώ», σημειώνει το ρεπορτάζ.

Στα ανατολικά κρατίδια τα επίπεδα της μέσης σύνταξης εξακολουθούν να είναι λίγο υψηλότερα, «επειδή πολλοί ηλικιωμένοι είχαν αρκετά σταθερό εργάσιμο βίο στα χρόνια της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας», σημειώνει ο Γιορκ Μπέσλερ, επικεφαλής της Γερμανικής Ασφάλισης Συντάξεων Κεντρικής Γερμανίας. Ωστόσο τα χειρότερα έπονται, καθώς «οι γεννημένοι τη δεκαετία του '60 άρχισαν τον εργασιακό τους βίο μετά την επανένωση».

Χρεωμένοι και «εργαζόμενοι»

Σύμφωνα με τον «Ατλαντα των χρεωμένων νοικοκυριών» της «Creditreform», που δημοσιεύτηκε πρόσφατα (14/11/2019), φέτος 6,92 εκατ. άνθρωποι στη Γερμανία (1 στους 10 ενήλικες) δεν μπορούν να πληρώσουν ενοίκιο και λογαριασμούς εντός προθεσμίας.

Ιδιαίτερα πλήττονται οι ηλικιωμένοι: 380.000 άνθρωποι άνω των 70 ετών είναι υπερχρεωμένοι, κατά 44,5% ή 118.000 περισσότεροι από πέρυσι! Οι υπερχρεωμένοι ηλικίας 60 - 69 ετών ανήλθαν φέτος στις 640.000 (κατά 85.000 περισσότεροι). Για «ανησυχητική εξέλιξη» κάνει λόγο ο Μίχαελ Μπρετζ, επικεφαλής της έρευνας της «Creditreform», εξηγώντας ότι οι υπερχρεωμένοι άνω των 70 ετών έχουν αυξηθεί μεταξύ 2013 - 2019 κατά 243%!

Επομένως, τονίζει η έρευνα, όσοι δεν μπορούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους και να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, συνεχίζουν να εργάζονται και μετά τη σύνταξη, κυρίως στο πλαίσιο της λεγόμενης «άτυπης» ή «οριακής απασχόλησης», δηλαδή με απαράδεκτες εργασιακές σχέσεις και εξευτελιστικούς μισθούς. 1 εκατ. συνταξιούχοι άνω των 65 ετών εργάζονται, από τους οποίους περισσότεροι από 760.000 στα εξευτελιστικά «mini jobs», με 400 ευρώ μισθό.

«Υπάρχουν αρκετοί λόγοι για την έντονη τάση αύξησης της φτώχειας και της υπερχρέωσης των ηλικιωμένων, όπως η επέκταση του τομέα των χαμηλόμισθων και οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις. Ο κύριος λόγος όμως εντοπίζεται - από την "Creditreform" - στις συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις των τελευταίων 20 ετών», αναφέρει ρεπορτάζ της «Die Welt».


E. M.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου